- φονεύει
- φονεύωmurderpres ind mp 2nd sgφονεύωmurderpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηροφόνος — θηροφόνος, ον και ος, η, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα 2. επίθ. τής Αρτέμιδος και τού Απόλλωνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον (διάφ. γρ. τού θηλυφόνον) αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη… … Dictionary of Greek
παιδοκτόνος — ο, θηλ. και α (ΑΜ παιδοκτόνος, ον) 1. αυτός που φονεύει τα παιδιά του 2. αυτός που φονεύει μικρά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek
Jupiter und Antiope — Antoine Watteau: Jupiter und Antiope, um 1714 1719 Jupiter und Antiope ist der Titel sowie das Thema von Gemälden der Historienmalerei unterschiedlicher Künstler. Es basiert auf der aus dem antiken Griechenland stammenden Geschichte der… … Deutsch Wikipedia
Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… … Dictionary of Greek
αδικοφονιάς — ο αυτός που φονεύει κάποιον άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + φονιάς] … Dictionary of Greek
ανδροφόνος — ἀνδροφόνος, ον (Α) 1. εκείνος που φονεύει άνδρες, φονικός, θανατηφόρος 2. δολοφόνος 3. (για γυναίκα) η συζυγοκτόνος … Dictionary of Greek
ανθρωποκτόνος — (I) ἀνθρωποκτόνος, ον (Α) «ἀνθρωποκτόνος βορά» (Ευριπ.) το να σκοτώνει κανείς ανθρώπους και να τους τρώει. (II) α, ο (AM ἀνθρωποκτόνος, ον) αυτός που φονεύει, που σκοτώνει ανθρώπους, δολοφόνος νεοελλ. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί τον θάνατο… … Dictionary of Greek
αυτοφόνος — αὐτοφόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει τον εαυτό του ή τους συγγενείς του … Dictionary of Greek
βουφόνος — βουφόνος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει βόδι για θυσία 2. φρ. «βουφόνοι θοῑναι» συμπόσιο για το οποίο σφάζονται βόδια 3. το αρσ. ως ουσ. ιερέας που λαμβάνει μέρος στην τελετή θυσίας βοδιού … Dictionary of Greek
δαμασίμβροτος — δαμασίμβροτος, ον (Α) αυτός που δαμάζει ή φονεύει τους ανθρώπους («δαμασίμβροτος Σπάρτη», «χαλκὸς δαμασίμβροτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι , από τον αόρ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + βροτός «θνητός». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος,… … Dictionary of Greek